Ο Βιετναμέζος στρατηγός Βο Νγκουέν Γκιάπ, κορυφαία φυσιογνωμία στον αγώνα της χώρας του για ανεξαρτησία και της νίκης της στον Πόλεμο του Βιετνάμ, απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 102 ετών.
ΓΚΙΑΠ, Ο "ΕΡΥΘΡΟΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ"
Ο
διανοούμενος πολεμιστής, που ως ηγέτης των Βιετμίνχ συνέδεσε το όνομά
του με το αντιδραστικό κίνημα του Βορείου Βιετνάμ, την οργάνωση του
Επαναστατικού Στρατού και την πανωλεθρία των Γάλλων στην περιβόητη μάχη
του Ντιέν Μπιέν Φου.
Το
Γκιάπ δεν είναι κανονικό όνομα αλλά πολεμικό προσωνύμιο, που σημαίνει
"θώρακας". Ακόμη και σήμερα προφέρεται από τους βόρειους Βιετναμέζους με
ιδιαίτερο σεβασμό και δέος. Ο νευρώδης, ισχνός αλλά δραστήριος άνδρας
με τα αδρά χαρακτηριστικά ονομάστηκε και "Ερυθρός Ναπολέων" από τους
πλέον φανατικούς οπαδούς του, εξαιτίας της δεινότητάς του στην εκπόνηση
στρατηγικών σχεδίων και την διεκπεραίωση παράτολμων πολεμικών
επιχειρήσεων. Οι συμφοιτητές του, πάλι, τον φώναζαν Νούι Λούα, δηλαδή
"ηφαίστειο κάτω από το χιόνι", επειδή όταν απευθυνόταν σε μεγάλο
ακροατήριο μιλούσε με πάθος και εκρηκτικότητα.
Το
αληθινό όνομά του είναι Βο Νγκουγιέν. Είναι ένα από τα πιο κοινότυπα
ονόματα της περιοχής του Βορείου Ανάμ, από την οποία κατάγεται, και
προέρχεται από μια από τις δύο φυλές, που στο βάθος των αιώνων
διεκδικούσαν την εξουσία της χώρας: τους Νγκουγιέν (κύριοι του Νότου, με
πρωτεύουσα την Χουέ) και τους Τρινχ (κύριοι του Βορρά, με πρωτεύουσα το
Ανόι). Ο ίδιος γεννήθηκε στο χωριό Αν Ξα της επαρχίας Κουάν Μπινχ, που
την εποχή εκείνη ανήκε στην Γαλλική Ινδοκίνα. Το χωριό αυτό βρίσκεται
στην καρδιά του δέλτα του ποταμού Θανχ Χοά, που κατά σύμπτωση αποτελεί
και ιδιαίτερη πατρίδα του Χο Τσι Μινχ ("αυτός που φέρνει το φως").
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Ως επίσημη ημερομηνία της γέννησής του θεωρείται η 1η Σεπτεμβρίου
1909, αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Γκιάπ είδε το φως της ζωής στις
25 Αυγούστου 1911 κι άλλοι το 1912. Το περιβάλλον στο οποίο πέρασε τα
παιδικά του χρόνια συντέλεσε στην διαμόρφωση της επαναστατικής
συνείδησης του νεαρού. Η οικογένειά του είχε μεγάλη παράδοση στις
εξεγέρσεις εναντίον των Κινέζων κατακτητών, δίνοντας αρκετούς ηγήτορες
ιδίως τον 15ο και 16ο αιώνα. Κατόπιν, οι προπάτορες του Γκιάπ
πρωτοστάτησαν στην αντίσταση κατά της σκληρής κεντρικής διοίκησης της
δυναστείας των Τρινχ, που επέβαλαν δυσβάσταχτους φόρους στους
εξαθλιωμένους αλλά υπερήφανους καλλιεργητές των ορυζώνων.
Οι
κάτοικοι της επαρχίας Κουάν Μπινχ ζούσαν αντιμέτωποι με τα ανελέητα
καιρικά φαινόμενα, κυκλωμένοι από την αγριεμένη θάλασσα και απομονωμένοι
σε μικρούς συνοικισμούς, που τα όριά τους διαγράφονταν από τους φράχτες
των ατέλειωτων ορυζώνων, τα πυκνά δασύλλια, τις ζούγκλες και τις
φυτείες καλαμποκιού και ζαχαροκάλαμων. Οι καλύβες τους, κατασκευασμένες
από μπαμπού, συνεχώς ήταν εκτεθειμένες στους άγριους βόρειους ανέμους,
τους κυκλώνες και τις πλημμύρες των βροχών της άνοιξης. Οι αρρώστιες, η
πείνα και το αβέβαιο μέλλον για τις πολυμελείς οικογένειες υπήρξαν μια
δυσβάσταχτη καθημερινότητα για τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους, που
ωστόσο δεν έσκυψαν ποτέ το κεφάλι σε ξένους κατακτητές ή ομοεθνείς
τυράννους της εξουσίας.
Η
κοινωνική δομή της Ινδοκίνας των αρχών του 20ου αιώνα προέβλεπε πέντε
τάξεις: τους διανοούμενους, τους αγρότες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους
και τους στρατιωτικούς. Από την άποψη της σπουδαιότητας, η κοινωνική
τάξη στην οποία ανήκε η οικογένεια του Γκιάπ ήταν δεύτερη στην κατάταξη.
Ο σεβασμός όλων προς την ακάματη αυτή κάστα των εργατών της γης ήταν
παραδοσιακά αμετάβλητος ανά τους αιώνες, παρά την στυγνή εκμετάλλευση
που κατά καιρούς εφάρμοζαν εναντίον τους οι πολιτικοί ηγέτες του τόπου.
Αντικομουνιστές
Βιετναμέζοι πρόσφυγες προσπαθούν να μεταφερθούν από μικρό γαλλικό
αποβατικό σκάφος LSM σε αμερικανικό Montague (AKA-98) το 1954.
Ο
πατέρας του, Γκουάνγκ (ή απλά Νου), ήταν γόνος εύπορης αγροτικής
οικογένειας από την επαρχία Χα Τινχ, αλλά στον λιμό του 1896 έφτασε στα
όρια της χρεωκοπίας. Κάποια στιγμή αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τις
γραμματικές γνώσεις του ασκώντας το επάγγελμα του δημόσιου γραφέα -μια
θέση που δύσκολα μπορούσε να καλυφθεί εξαιτίας της γενικής άγνοιας της
σινικής γραφής των ιδεογραμμάτων. Την εθνική γλώσσα τους (Κουόκ Νγκου)
άρχισε να την διδάσκει στον γιο του όταν αυτός έγινε εννέα ετών, επειδή ο
λιπόβαρης Βο είχε γεννηθεί πρόωρα και όλοι στο χωριό πίστευαν πως δεν
θα επιβίωνε. Η νεαρή μητέρα του (γεννημένη το 1888), Θι Κιέν Λινχ,
βοηθούσε φτιάχνοντας υφαντά από καννάβι και λινάρι. Το ζεύγος είχε την
καλύτερη καλύβα της περιοχής, με αποθήκη για το ρύζι της χρονιάς, δύο
μικρά υπνοδωμάτια με στρώματα από μπαμπού και φυλλώματα, εσωτερική αυλή
κι έναν χώρο λατρείας των προγόνων τους.
Ο
μικρός Βο αφιέρωνε ατέλειωτες ώρες στην μελέτη. Ο αυστηρός πατέρας του
δεν παρέλειπε να τον παρασύρει σε συζητήσεις ιστορικού και πολιτικού
ενδιαφέροντος, κυρίως γύρω από τις πρόσφατες εξεγέρσεις του λαού
εναντίον του Γαλλικού Προτεκτοράτου, από τις οποίες η σημαντικότερη
υπήρξε εκείνη του 1883. Ακόμη, στο χλωμό φως του κεριού που σιγόκαιγε
εκείνα τα βράδια της "διδαχής", ο Βο έμαθε για τα θρυλικά κατορθώματα
και τις τεχνικές μάχης του βασιλιά Λε Λόι, που τον 15ο αιώνα ηγήθηκε του
πολέμου κατά των Κινέζων. Πολλές από αυτές τις τεχνικές τις εφάρμοσε ο
ίδιος την περίοδο των αγώνων του λαού του για ανεξαρτησία.
Πληγωμένος Βιετμίνχ δέχεται τις πρώτες βοήθειες από ιατρική ομάδα Γάλλων και Βιετναμέζων (1954).
Το
καχεκτικό και σκληρόψυχο αγόρι αγάπησε την Ιστορία, την ποίηση και την
Φιλοσοφία. Διαβάζοντας τα βιβλία του παλιού επαναστάτη Φαμ Μπόι Σάου,
κατά την συνήθεια των νεαρών της εποχής του, άρχισε να οραματίζεται την
ελευθερία της πατρίδας και να εκμυστηρεύεται στις παρέες του τις
εθνικιστικές του ιδέες. Στα 16 του χρόνια εισήχθη στο αυτοκρατορικό
γαλλόφωνο Λύκειο της Χουέ, όπου άρχισε κρυφά να μελετάει τις θεωρίες των
μεγάλων κομουνιστών φιλοσόφων. Ίδρυσε μια σχολική εφημερίδα μικρής
κυκλοφορίας, την Τιένγκ Νταν (Φωνή του Λαού), υπό την καθοδήγηση του
εθνικού ηγέτη Χουΐν Τουλ Χανγκ, και στη συνέχεια εντάχθηκε στην αριστερή
οργάνωση Ταν Βιέτ συμμετέχοντας στις δημόσιες εκδηλώσεις κατά του
λαομίσητου καθεστώτος των Γάλλων. Στην κηδεία του δημοκράτη ηγέτη του
Ανάμ, Φαμ Σου Τρινχ, οργανώθηκε μια μεγαλειώδης αντικαθεστωτική
διαδήλωση, στα έκτροπα της οποίας ο Γκιάπ πρωτοστάτησε.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ
Σε
ηλικία 18 ετών ο Βο συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Χουέ για 3 χρόνια.
Πίσω από τα σίδερα είχε την ευκαιρία να ωριμάσει πολιτικά και να
ασπασθεί με πάθος τον κομουνισμό και τις βασικές αρχές της επανάστασης
των μπολσεβίκων. Ο αστυνομικός διοικητής της πόλης όμως τον συμπαθούσε
τόσο πολύ, ώστε του επέτρεπε να εξέρχεται ελεύθερα για να μπορεί να
παρακολουθεί τις παραδόσεις των μαθημάτων στο σχολείο του.
Όταν
τον Σεπτέμβριο του 1931 αποφυλακίστηκε αντελήφθη ότι είχε πια ωριμάσει
στην χώρα του το κίνημα εναντίον των Γάλλων. Οι κοινωνικές ζυμώσεις όλη
αυτή την περίοδο είχαν αναδείξει την εργατική τάξη, που από το 1930
κυριαρχούσε στο πολιτικό προσκήνιο και καθοδηγούσε το λαϊκό κίνημα,
προπύργιο του οποίου ήταν τα ορυχεία του Τονκίν, όπου οι 30.000 εργάτες
εμπνέονταν από τις εξαγγελίες του εξόριστου στην Γαλλία Χο Τσι Μινχ, που
κι αυτός ήταν ένας γνήσιος Νγκουγιέν (το πραγματικό του όνομα ήταν Άι
Κουόκ Νγκουγιέν). Τα κύρια συνθήματα που επικρατούσαν ήταν: εργασιακό
οκτάωρο, ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, εθνική ανεξαρτησία, ευκαιρία για
εκπαίδευση προς όλους και εθνικοποίηση των τραπεζών και των παραγωγικών
μέσων.
Καθ' όλη την δεκαετία του 1950 η Κίνα προμήθευε τους Βιετμίνχ με εκατοντάδες φορτηγά τύπου Gas-51 σοβιετικής κατασκευής.
Μετά
από επτά χρόνια απουσίας ο Βο επέστρεψε στο πατρικό του στην Αν Ξα,
όπου βρήκε τους φτωχούς καλλιεργητές κυριολεκτικά καταστραμμένους από
την επιβολή δυσβάσταχτων φόρων. Έφυγε για το Ανόι με μοναδικά εφόδια μια
τσάντα, λίγα βιβλία και μια αλλαξιά ρούχα. Εκεί ανέλαβε την παράδοση
μαθημάτων στο ιδιωτικό σχολείο Θανγκ Λονγκ του Ντονγκ Θάι Μάι, που το
διηύθυνε ο επαναστάτης καθηγητής Χουάνγκ Μινχ Τζιάμ.
Με
την φωτογραφία του Χο Τσι Μινχ στο προσκεφάλι του, στο μικρό καμαράκι
μέσα στο σχολικό ίδρυμα, ο Βο τα επόμενα 8 χρόνια θα κερδίζει το ψωμί
του διδάσκοντας και παράλληλα εργαζόμενος ως δημοσιογράφος στην Τιένγκ
Νταν, την ασήμαντη αρχικά εφημερίδα που στην πορεία κατόρθωσε να
αποκτήσει ισχυρή λαϊκή αποδοχή. Το σχολείο όπου εργαζόταν ουσιαστικά
ήταν επαναστατική εστία (ο Θάι Μάι αργότερα θα γινόταν υπουργός
Εσωτερικών και ο Τζιάμ Εξωτερικών), ώστε ο Βο βρήκε την ευκαιρία να
συναναστραφεί με ομοϊδεάτες του. Έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις στο
πανεπιστήμιο του Ανόι, από το οποίο το 1937 έλαβε δίπλωμα στις Πολιτικές
Επιστήμες, την Ιστορία και τα Νομικά. Ανέλαβε τότε την εκπαίδευση των
αδελφών του Θάι Μάι, μεταξύ των οποίων και της δεκαεξάχρονης Θι, την
οποία ερωτεύτηκε και νυμφεύθηκε το 1938. Το ζεύγος απέκτησε ένα παιδί.
Το
1939 στην Γαλλία δημοσιεύθηκε το διάταγμα απαγόρευσης του Κομουνιστικού
Κόμματος, που δημιούργησε και στην Ινδοκίνα αναταραχές. Μέχρι τον
Ιανουάριο του 1940 οι αστυνομικές Αρχές κατάφεραν να εξαρθρώσουν όλες
τις κομουνιστικές οργανώσεις και να περιορίσουν τους αριστερούς
ακτιβιστές. Όταν εισέβαλλαν στο σπίτι του Γκιάπ εκείνος πήδηξε από το
παράθυρο αποφεύγοντας την σύλληψη. Δυο μέρες μετά είχε κιόλας περάσει τα
σύνορα με την Κίνα. Η γυναίκα του συνελήφθη τον Μάιο του 1941,
δικάστηκε και καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα για 15 έτη. Αλλά δεν
κατάφερε να επιβιώσει. Τον Δεκέμβριο του 1943 πέθανε μέσα στην φυλακή,
όπου οι δεσμοφύλακες βρήκαν το πτώμα της μισοφαγωμένο από τα ποντίκια.
Κατά την διάρκεια της εξορίας ο Γκιάπ πληροφορήθηκε ότι η αστυνομία
εκτέλεσε και τον πατέρα του με τις αδελφές του. Μια γιγάντια φωτιά
άρχισε να κατακαίει τα σωθικά του επαναστάτη, που τώρα πια διψούσε όχι
μόνο για κοινωνικές και εθνικές κατακτήσεις αλλά και για προσωπική
εκδίκηση.
ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
Στην
Νότια Κίνα, σε μια σπηλιά του Κουν Μινγκ, ο Γκιάπ ήρθε επιτέλους σε
επαφή με το ίνδαλμά του, τον αφιχθέντα από την Γαλλία Χο Τσι Μινχ.
Εντυπωσιασμένος από την απλότητα, την ευγένεια και την ήρεμη
προσωπικότητά του, αμέσως εξέφρασε την πίστη του στον μεγάλο αρχηγό. Ο
θερμόαιμος νεαρός ονειρευόταν τότε την ίδρυση ενός πανεθνικού στρατού
υπό την ηγεσία του, με σκοπό να χτυπήσει τους Γάλλους και να
απελευθερώσει όχι μόνο το Βιετνάμ, αλλά και ολόκληρη την Ινδοκίνα, το
Λάος και την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η ηγεσία του
κινήματος ωστόσο, που εκτός από τους δύο άνδρες αποτελείτο από τους
Τρουόνγκ Σινχ και Χοάνγκ Κουόκ Βιέτ, θεωρούσε ότι προείχε η εξίσωση όλων
των κοινωνικών τάξεων και εθνικών μειονοτήτων και η ενσωμάτωσή τους σε
μια συμμαχία, στην οποία θα συσπειρώνονταν όλοι οι καταπιεσμένοι λαοί
σύμφωνα και με τις επιταγές της μπολσεβίκικης δεοντολογίας. Ακόμη και με
τα γαλλικά αντιφασιστικά λαϊκά τμήματα θα μπορούσαν να συνεργαστούν!
Ένα μαχητικό τύπου F4U Corsair 1952 του 14ου Αεροπορικού Στόλου που ανέπτυξε δράση στο Ντιεν Μπιεν Φου.
Έτσι,
σύμφωνα με τις εξαγγελίες του κινήματος του Βιετμίνχ και με την άδεια
του Χο Τσι Μινχ, ο Γκιάπ ανέλαβε την ηγεσία μιας ομάδας 34 ατόμων και
στάλθηκε στην επαρχία Κάο Μπανγκ για να προπαγανδίσει και να οργανώσει
τον πρώτο πυρήνα του Λαϊκού Στρατού. Επί 4 χρόνια η ομάδα έζησε σε μια
σπηλιά του Πακ Μπο, ανάμεσα στα θανατηφόρα φίδια και τις δηλητηριώδεις
αράχνες τις ζούγκλας, τρεφόμενη με ρύζι και αλάτι και ασκώντας ένα
αυστηρά πειθαρχημένο στρατιωτικό πρόγραμμα. Παράλληλα ασκούσε σημαντικό
έργο στρατολόγησης.
Γρήγορα
φάνηκαν τα αποτελέσματα των σπάνιων οργανωτικών και διοικητικών
ικανοτήτων του Γκιάπ. Ένα δίκτυο κατασκόπων και πληροφοριοδοτών
αναπτύχθηκε σε κάθε κατοικημένη γωνιά. Όσοι δεν δέχθηκαν να υποτάξουν τα
ατομικά τους συμφέροντα στον υπέρτατο εθνικό σκοπό και να συνενώσουν
τις δυνάμεις τους με το κίνημα θεωρήθηκαν εχθροί και καταπολεμήθηκαν
βάναυσα. Στα τέλη του 1942, καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν σε
ολόκληρη την υφήλιο, η ομάδα του Γκιάπ αριθμούσε περίπου 30.000
ένοπλους, δηλαδή είχε το μέγεθος ταξιαρχίας!
Αλλά η έλλειψη σύγχρονου πολεμικού υλικού δεν επέτρεπε ακόμη την
ανοιχτή αναμέτρηση με τον εχθρό. Ο επαναστάτης αρκέστηκε στην εφαρμογή
ενός σκληρού ανταρτοπολέμου, διατηρώντας βάσεις στα βουνά και χτυπώντας
σποραδικά τις πεδινές εστίες των αντιπάλων του. Οι δολοφονίες
στρατιωτικών και πολιτικών διοικητών ανέδειξαν τον Γκιάπ σε θρυλική
φιγούρα. Ενθουσιώδης και ατρόμητος, αφέθηκε να παρασυρθεί από τις νίκες
του και το 1944 διέταξε την "πορεία προς τον Νότο" κατά των Ιαπώνων
κατακτητών. ο Χο Τσι Μινχ τον συγκράτησε ασκώντας δριμεία κριτική. Η
επανάσταση δεν έπρεπε να αναλάβει πρόωρο ρίσκο. Το 1945, πάλι, μια μέρα
μετά την παράδοση της Γερμανίας, ο Γκιάπ ρίχνει το σύνθημα της
"Καθολικής Λαϊκής Επανάστασης" στο συνέδριο των ανταρτών, κίνηση που
προκάλεσε ξανά την επέμβαση του Μινχ. Η στάση του γηραλέου αλλά σοφού
αρχηγού για άλλη μια φορά δικαιώθηκε από τον χρόνο: η λήξη του
παγκόσμιου πολέμου κατά του Άξονα έδωσε την ευκαιρία στους Γάλλους να
αποδεσμεύσουν δυνάμεις, τις οποίες έριξαν στην Ινδοκίνα. Η κατάσταση
επομένως ήταν κρίσιμη.
Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΝΤΙΕΝ ΜΠΙΕΝ ΦΟΥ
Η
πρόθεση της Γαλλίας να παραχωρήσει μια απατηλή "ελευθερία" στους
Βιετναμέζους και η επιμονή του κινήματος Μινχ σε μια ανένδοτη πολιτική
(που ονομάστηκε Ντοκ Λαπ, δηλαδή "καμία εξάρτηση από ξενικές δυνάμεις")
οδήγησαν την έκρυθμη κατάσταση σε αδιέξοδο. Μετά από την δήλωση του
Γκιάπ στους δημοσιογράφους, τον Φεβρουάριο του 1946, ότι σε περίπτωση
πολέμου με την Γαλλία ο λαός του θα αγωνιζόταν μέχρις εσχάτων, έγινε
πλέον ξεκάθαρο ότι η ένοπλη αναμέτρηση ήταν αναπόφευκτη.
Πού
βασιζόταν τούτη η αυτοπεποίθηση των Βιετναμέζων; Φυσικά στην δημιουργία
ενός αξιόμαχου κι επικίνδυνου στρατού, έργο καθαρά του ίδιου του Γκιάπ,
που υπομονετικά τόσα χρόνια και με την τεχνογνωσία Ιαπώνων ειδικών είχε
καταφέρει να μετατρέψει δύο από τα κυριότερα σημεία αντίστασης, το Μπακ
Καν και το Τσι Νε Χόα Μπινχ, σε στρατολογικά και εκπαιδευτικά κέντρα.
Εκεί οι παραστρατιωτικές οργανώσεις αλλά και οι μονάδες του κανονικού
στρατού λάμβαναν πολιτική καθοδήγηση και γνώσεις σε θέματα
ανταρτοπολέμου, μαζί με ντόπιους ιθαγενείς και άλλους έκνομους.
Βραχυπρόθεσμα, οι άνδρες αυτοί έγιναν αυθεντίες στον ανταρτοπόλεμο.
Ο
στρατηγός Γουίλιαμ Γουεστμόρλαντ, τελειώνοντας την υπηρεσία του στο
Βιετνάμ, είχε αυξήσει σε 535.000 τους 16.000 Αμερικανούς στρατιώτες που
βρήκε όταν πρωτοπήγε! Υπήρξε ο νικητής του Τετ, αλλά δεν κατάφερε να
δρέψει τις δάφνες της δόξας. Απεβίωσε στις 18 Ιουλίου 2005 στο
Τσάρλεστον της Καλιφόρνια, σε οίκο ευγηρίας. Ετάφη στο νεκροταφείο του West Point.
Οι
ελλείψεις όμως σε τεθωρακισμένα και σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, σε
συνδυασμό με τα φτωχά αποθέματα πυρομαχικών και την ανυπαρξία ικανών
στρατιωτικών διοικητών, επέβαλαν στον ώριμο πια Γκιάπ εγκράτεια. Οι
Γάλλοι σαφώς είχαν την υπεροχή σε όλα αυτά τα κεφαλαιώδη ζητήματα. Τον
Μάρτιο του 1946 ο Γκιάπ δημοσιοποίησε την απόφασή του να διαπραγματευτεί
με τον εχθρό, προσπαθώντας μάλιστα να στοιχειοθετήσει αυτήν του την
τακτική με παραδείγματα από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, όπως η
συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, που οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να
υπογράψουν με τους Γερμανούς για να ανακόψουν την προέλασή τους. Αλλά
κατά βάθος δεν σταμάτησε να προετοιμάζει τους άνδρες του για την
επερχόμενη σύγκρουση.
Ο
ίδιος συνέχισε να ζει απλά με τους "συντρόφους των όπλων" στους άθλιους
στρατώνες ανάμεσα στους πυκνούς ορυζώνες. Ενημερωνόταν από γαλλικές και
αμερικάνικες εφημερίδες, μελετούσε Κλαούζεβιτς και Λώρενς της Αραβίας,
Βίκτωρ Ουγκώ, Μαρκ Τουέιν και Ρώσους κλασικούς. Από την θέση του
υπουργού των Εσωτερικών και του προέδρου της Επιτροπής για την Άμυνα
κρατούσε το στράτευμα σε άμεση ετοιμότητα. Κι όταν στις 20 Δεκεμβρίου
1946 ο Χο Τσι Μινχ επέστρεψε με κλονισμένη υγεία και ψυχολογία από το
Παρίσι, όπου βρισκόταν για τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης, ο Γκιάπ
ηγήθηκε πραξικοπήματος εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας. Ήταν η
έκρηξη του πολέμου.
Πατέρας
5 παιδιών από την δεύτερη γυναίκα του (μια φοιτήτρια αριστερών
πεποιθήσεων), ο σκληροτράχηλος ηγέτης του Επαναστατικού Στρατού με την
λιτή, χωρίς διακριτικά στολή του, μέσα από μια ταπεινή καλύβα και με τις
βιολογικές του ανάγκες περιορισμένες στο ελάχιστο (έτρωγε μόλις 250
γραμμάρια ρύζι ημερησίως), διηύθυνε με χέρι στιβαρό τις επιχειρήσεις
εναντίον των Γάλλων. Αλλά ο επικεφαλής του γαλλικού εκστρατευτικού
σώματος Λατρ ντε Τασινί (Lattre de Tassigny) τον
νίκησε 3 φορές. Πρώτα στις 18 Ιανουαρίου 1951, ύστερα τον Μάιο του
ίδιου έτους στην Χαϊφόνγκ και το Ντονγκ Τριέν, και τελικά τον Ιούνιο στο
δέλτα του Τονκίν.
Ο Γκιάπ δεν απελπίστηκε. Ασφάλισε τις δυνάμεις του στα βουνά,
κινητοποίησε τον απλό λαό, τον εκπαίδευσε στην χρήση των όπλων και
προσπάθησε να επιβάλλει τον δικό του ρυθμό στον αντίπαλο. Εκμεταλλεύτηκε
τον εφησυχασμό των Γάλλων μετά τις αλλεπάλληλες νίκες τους κι επιτέθηκε
αιφνιδιαστικά στα πλευρά της οχυρωματικής γραμμής "ντε Λατρ", που οι
Γάλλοι είχαν αναπτύξει στο δέλτα του Τονκίν για να παρεμποδίσουν τους
ανεφοδιασμούς των Βιετμίνχ. Η ενέργεια αυτή εξερέθισε τους Γάλλους.
Προσπάθησαν ασυλλόγιστα να καταδιώξουν τον εχθρό στις απομακρυσμένες
περιοχές, που παραδοσιακά βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών.
Χάρτης που δείχνει τα σημεία κρούσης των Βιετμίνχ κατά την επίθεση του Τετ.
Τον Δεκέμβριο του 1953 ο στρατηγός Ναβάρ (Henri Eugène Navarre),
που από τον Μάιο είχε αντικαταστήσει τον αναποτελεσματικό στρατηγό
Σαλάν (Raoul Albin Louis Salan) στην διοίκηση των γαλλικών δυνάμεων,
ανέπτυξε ένα σύστημα οχυρώσεων στην κοιλάδα του Ντιεν Μπιεν Φου, από
όπου περνούσε ο βασικός οδικός άξονας προς το Λάος. Εκεί υπολόγιζε να
παρασύρει τον εχθρό, σε μια απόσταση 500 χλμ. από τις βάσεις
ανεφοδιασμού του, όπου θα τον αποτέλειωνε η Γαλλική Αεροπορία. Δεν
υπολόγισε βέβαια ότι ο ανεφοδιασμός του θα εξασφαλιζόταν από τους 80.000
χωρικούς, που διήνυσαν πεζοπορώντας όλη την απόσταση, σύροντας
φορτωμένα μουλάρια με βλήματα, αναπλέοντας κανάλια ή ορμητικούς ποταμούς
και διασχίζοντας πυκνές ζούγκλες. Υπολογίστηκε πως συνολικά μετέφεραν
1.700 τόνους πυρομαχικών (130.000 βλήματα) και 6.500 τόνους τροφίμων σε
διάστημα 5 μηνών, δηλαδή 60 τόνους ημερησίως! Επιπλέον, η αεροπορία των
Γάλλων δεν κατάφερε να εξουδετερώσει αυτή την διαρκώς κινούμενη
εφοδιαστική αλυσίδα. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν να δημιουργήσουν τεχνητή
βροχή για να πλημμυρίσουν τους ορυζώνες και τους δρόμους, αλλά οι άνδρες
του Γκιάπ τοποθέτησαν τα πυροβόλα στις τριγύρω πλαγιές χρησιμοποιώντας
απόκρημνα μονοπάτια που οι ίδιοι διάνοιξαν!
Το
αποτέλεσμα για τους Γάλλους ήταν τραγικό: 15.000 άνδρες κυκλώθηκαν από
70.000 Βιετμίνχ και από τις 13 Μαρτίου μέχρι τις 7 Μαΐου 1954 αποτέλεσαν
τον στόχο των 200 πυροβόλων των 105 χιλ. του Γκιάπ. Οι νεκροί των
Γάλλων έφτασαν τους 5.000, κι ακόμη 10.000 αιχμαλωτίστηκαν.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΕΤ
Ο
Γκιάπ έζησε τον διαχωρισμό της χώρας του σε Βόρειο (κομουνιστικό) και
Νότιο (δημοκρατικό) Βιετνάμ. Η συνθήκη της Γενεύης προέβλεπε την
διεξαγωγή εκλογών προκειμένου να προκύψει μια κυβέρνηση αυτού του
ιδιόμορφου πολιτικού δημιουργήματος, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον
Τζόνσον, φοβούμενος τυχόν επικράτηση των κομουνιστών, αποφάσισε να
επέμβει. Το 1967 οι συνασπισμένοι αντίπαλοι του Γκιάπ αριθμούσαν 500.000
Αμερικανούς, 62.000 Νοτιοκορεάτες, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς και
700.000 ένοπλους από τον νότιο τομέα της χώρας, που δεν αποδέχονταν τον
κομουνισμό και πολεμούσαν τους "κόκκινους" Βιετκόνγκ.
Ο στρατηγός Γουεστμόρλαντ (William Westmoreland),
διοικητής των Αμερικανικών δυνάμεων, προσπάθησε να παρασύρει τον Γκιάπ
σε μια ανοιχτή σύγκρουση, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο: αφέθηκε ο
ίδιος να εξαπατηθεί από τον πανούργο Γκιάπ, που επικαλέστηκε την
παραδοσιακή γιορτή των Βιετναμέζων για την αλλαγή του σεληνιακού έτους
(Τετ Νγκουγιέν Νταν) και πρότεινε κατάπαυση του πυρός για την περίοδο 27
Ιανουαρίου - 3 Φεβρουαρίου. Οι εύπιστοι Αμερικανοί έπεσαν στην παγίδα.
Στις 30 Ιανουαρίου οι Βόρειοι εξαπέλυσαν μια δίμηνη επίθεση σε όλα
σχεδόν τα αστικά κέντρα της χώρας και τις αεροπορικές βάσεις του εχθρού.
Κινδύνεψε ακόμη και η νέα πρωτεύουσα, η Σαϊγκόν (η παλιά πρωτεύουσα
Χουέ επίσης).
Σκοπός
αυτής της παράτολμης και αιμοσταγούς επίθεσης, που έγινε αιτία όλη η
εκστρατεία στο Βιετνάμ να χαρακτηριστεί ως "βρώμικος πόλεμος",
αποσκοπούσε στην εξέγερση των πληθυσμών του νότιου τομέα κατά των
Αμερικανών, η παρουσία των οποίων είχε καταντήσει ανυπόφορη. Η
πολυπόθητη εξέγερση όμως δεν έγινε. Στην Σαϊγκόν επιτέθηκαν 27 τάγματα
των Βιετμίνχ, κατέλαβαν το ραδιοφωνικό μέγαρο και προσπάθησαν μάταια να
εκπέμψουν επαναστατικό μήνυμα προς τον λαό, αφού οι προασπιστές είχαν
προηγουμένως καταστρέψει τους πομπούς. Μετά από 6 ώρες οι εισβολείς
εγκατέλειψαν το κτίριο. Ανάλογη αποτυχία σημείωσε η επίθεση στην
πρεσβεία των Αμερικανών, της οποίας μόνο τους εξωτερικούς τοίχους
κατόρθωσαν να ανατινάξουν, αλλά και στο προεδρικό μέγαρο και την ναυτική
βάση του Λονγκ Μπινχ.
Ο 1ος Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ, Χο Τσι Μινχ, ο εμπνευστής του Γκιάπ.
Στην
Χουέ ο Γκιάπ επιτέθηκε με 10 τάγματα στρατού και 6 ακόμη από Βιετκόνγκ.
Κατέλαβαν την πόλη μετά από σκληρή μάχη, αλλά όπως και στην περίπτωση
της Σαϊγκόν οι εκτεταμένες σφαγές στις οποίες προέβησαν (περισσότεροι
από 5.000 πολίτες βρήκαν το θάνατο) δημιούργησαν κλίμα αντιπάθειας του
λαού προς τους επαναστάτες. Τον Φεβρουάριο οι Αμερικανοί ανακατέλαβαν
την πόλη και σταδιακά οι συμπλοκές κλιμακώθηκαν, μετά από 26 μέρες
ολοκληρωτικού πολέμου. Έναντι των 600 περίπου νεκρών του αντιπάλου, οι
Βιετμίνχ μετρούσαν 8.000. Αλλά οι νεκροί πολίτες ξεπέρασαν τις 11.000
και οι άστεγοι έφτασαν τις 116.000. Οι Βόρειοι στην διάρκεια της όλης
επίθεσης έχασαν 45.000 (συμπεριλαμβανομένων και των συμμάχων τους
Βιετκόνγκ, που μετά από αυτό το γεγονός έπαψαν να υφίστανται) και 6.000
που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Αναμφισβήτητα
ήταν μια τεράστια στρατιωτική ήττα του Γκιάπ, αλλά από την άποψη της
ψυχολογίας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως θρίαμβος για τους Βιετμίνχ,
εφόσον κατέστησε σαφές ότι ο πόλεμος δεν επρόκειτο να τελειώσει
νικηφόρος για τους Αμερικανούς. Έκτοτε η Ουάσινγκτον αναζητούσε τρόπο
απεγκλωβισμού από το Βιετνάμ, που τελικά μόνο ως εκατόμβη για χιλιάδες
στρατιώτες της απεδείχθη. Το επόμενο έτος οι δυνάμεις της εγκατέλειψαν
την χώρα στον εμφύλιο σπαραγμό.
Στις
30 Απριλίου `975 η Σαϊγκόν κατελήφθη από τους Βιετμίνχ. Ο Γκιάπ
παρέμεινε υπουργός Άμυνας και ανώτατος διοικητής Ενόπλων Δυνάμεων μέχρι
το 1980 και μέλος του Πολιτικού Γραφείου μέχρι το 1982. Έγραψε αρκετά
βιβλία σχετικά με την στρατηγική και τους πολέμους για την ανεξαρτησία. Ο
ιστορικός Στάνλεϊ Κάρνοφ τον συγκαταλέγει στο πάνθεον των μεγάλων
στρατιωτικών ηγετών, όπως ο Ουέλινγκτον, ο Γραντ, ο Ρόμελ και ο Μακ
Άρθουρ. Αντίθετα, ο αντίπαλός του στο Τετ, στρατηγός Γουεστμόρλαντ,
ουδέποτε τον θεώρησε ως αυθεντία του πολέμου.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 26, τον Ιούλιο - Αύγουστο του 2008
αναδημοσιευση απο http://flamehistory.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
περασαν τη λογοκρισια